- λάλλαι
- λάλλαι, αἱ,A pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάλλαι — λάλλαι, αἱ (Α) βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ λόγω τού ήχου που κάνουν τα βότσαλα] … Dictionary of Greek
λάλλαι — pebbles fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
λάλλας — λάλλᾱς , λάλλαι pebbles fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)